Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Ενδοσχολική Βία



     Ο όρος «εκφοβισμός και βία στο σχολείο» (school bullying), όπως και ο όρος «θυματοποίηση» (victimization) χρησιμοποιούνται, για να περιγράψουν μια κατάσταση κατά την οποία ασκείται εσκεμμένη, απρόκλητη, συστηματική και επαναλαμβανόμενη βία και επιθετική συμπεριφορά, με σκοπό την επιβολή, την καταδυνάστευση και την πρόκληση σωματικού και ψυχικού πόνου σε μαθητές από συμμαθητές τους, εντός και εκτός του σχολείου.

      Το «bullying» είναι ο όρος που χρησιµοποιείται για όλες τις βαθµίδες της σχολικής εκπαίδευσης από τους Βρετανούς, Ολλανδούς και Σκανδιναβούς και είναι συνυφασμένος με τη διαρκή βία -σωματική ή ψυχολογική- που διεξάγεται από ένα άτομο ή μία ομάδα εναντίον άλλου ατόμου που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του στην παρούσα κατάσταση (Roland, 1989, στο Espelage & Swearer, 2003).

 Ο όρος «σχολική βία» χρησιµοποιείται από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους ( Σώκου, 2000) και συνιστά συστηματική κατάχρηση εξουσίας, που υποδηλώνει επιθυμία για εκφοβισμό και κυριαρχία. Η βία στα σχολεία εκδηλώνεται με τη μορφή του εκφοβισμού, των απειλών, των όπλων και των πυροβολισμών, της ανθρωποκτονίας και των μοιραίων δυστυχημάτων (Olweus, 1993. Flannery, Singer & Wester, 2004). Ωστόσο, η βία στο σχολικό χώρο δεν εκδηλώνεται μόνο μεταξύ μαθητών και μαθητριών, αλλά και μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών ή μαθητριών, καθώς και μεταξύ εκπαιδευτικών ή άλλων ενηλίκων. Κάποιες έρευνες αναφέρονται και σε περιπτώσεις βίας, με δράστες εκπαιδευτικούς και θύματα μαθητές ή μαθήτριες, αλλά δε φαίνεται να αναζητούνται τα βαθύτερα αίτιά τους (Μπεζέ, 1998).

 Η σχολική βία στην Ελλάδα, κινητοποίησε το ερευνητικό ενδιαφέρον στα τέλη του 20ού αιώνα, καθώς μέχρι τότε δεν είχε αναγνωριστεί ως μεμονωμένη μορφή βίας. Τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης εμφανίζονται εντονότερα περιστατικά βίας στα ελληνικά σχολεία από ό,τι παλαιότερα, ως αποτέλεσμα ή ως αντίδραση στην οικονομική κρίση (Τσίγγανου, Δασκαλάκη & Τσαμπαρλή, 2004). Αυτό θεωρείται φυσιολογικό, γιατί οι πολιτισμικές αξίες, οι κοινωνικές πιέσεις ή οι επιπτώσεις της φτώχειας, της χρόνιας ματαίωσης ή και της κοινωνικής μειονεξίας, διαδραματίζουν συχνά καθοριστικό παράγοντα στην εμφάνιση ή στην αναπαραγωγή της βίας (Hogg & Vaughan, 2010).

     Στην Ελλάδα, το πρόβλημα της σχολικής βίας αναζωπυρώθηκε, τόσο με την τραγική υπόθεση του Άλεξ στη Βέροια (Αντωνοπούλου, 2007), όσο και με τη βιντεοσκόπηση «βιασμού» μαθήτρας στην Αμάρυνθο (Αλυγιζάκης,2007), ενώ στις μέρες μας έχει κορυφωθεί και πάλι η σχετική συζήτηση, με αφορμή την εξαφάνιση και στη συνέχεια την αυτοκτονία του φοιτητή από τη Γαλακτοκομική Σχολή των Ιωαννίνων (Βιτάλη, 2015). Τα Μ.Μ.Ε., παρασυρμένα ίσως από τα αντιφατικά και ελλιπή στοιχεία των ερευνών, επιμένουν ότι η βία ενδημεί στα σχολεία, γεγονός που οδήγησε το Υπουργείο Παιδείας να ιδρύσει στις 17 Δεκεμβρίου 2012 το «Παρατηρητήριο για την πρόληψη της σχολικής βίας και του εκφοβισμού» (Αρ.Πρωτ.159704/Γ7/17-12-2012/ΥΠΑΙΘΠΑ).

     Από γεωγραφικής άποψης, ο σχολικός εκφοβισμός έχει παρατηρηθεί σε 16 ευρωπαϊκά κράτη, στις Η.Π.Α., στον Καναδά, στην Ιαπωνία, στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία, ενώ ενδείξεις για παρεμφερή φαινόμενα έχουν σημειωθεί και στις αναπτυσσόμενες χώρες (Espelage & Swearer, 2003. Smith & Brain, 2000). Τη μεγαλύτερη διάδοση, όμως, έχει γνωρίσει ο σχολικός εκφοβισμός στις Η.Π.Α., όπου 77% των μαθητών και μαθητριών δηλώνουν ότι έχουν υπάρξει θύματα σχολικού εκφοβισμού και 25% παραδέχονται ότι έχουν εκφοβίσει κάποιον συμμαθητή τους (Espelage & Swearer, 2003).

      Πολλοί ψυχολογικοποιούν το φαινόμενο, συσχετίζοντάς το με την εφηβεία και τη συναφή επιθετικότητα, με την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, την ηλικία, το φύλο, τη φυλή, την εθνικότητα, την κοινωνική τάξη, το οικογενειακό υπόβαθρο, τις στάσεις τους απέναντι στον εκφοβισμό και τις εκπαιδευτικές τους ανάγκες (Smith, 2003). Επιπροσθέτως, η εμφάνιση και εδραίωση του σχολικού εκφοβισμού επηρεάζονται από τη συμπεριφορά του εκπαιδευτικού προσωπικού των σχολείων, τη συμπεριφορά της ομάδας ομηλίκων και παραμέτρους της ευρύτερης κοινότητας, όπως είναι η κουλτούρα της (Espelage & Swearer, 2003).


         Πέρα, όμως, από τα όποια ατομικά χαρακτηριστικά του δράστη και του θύματος, το κοινωνικό, πολιτισμικό και εκπαιδευτικό οικοσύστημα καθορίζει τους όρους και τους τρόπους εμφάνισης του φαινομένου, καθώς το σχολείο, αντανακλώντας το αξιακό σύστημα της κοινωνίας, κατηγοριοποιεί και συμπεριφέρεται στους μαθητές ανάλογα με τις σχολικές τους επιδόσεις και αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες. Συνεπώς, το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό σύστημα αδυνατεί να ενσωματώσει τις ποικίλες κοινωνικές, πολιτισμικές, γλωσσικές διαφορές των μαθητών του, με αποτέλεσμα να συγκαλύπτει τα προβλήματα δυσλειτουργίας και την αναποτελεσματικότητά του, πίσω από τα περιστατικά ενδοσχολικής βίας (Rigby, 2004).

    Αυτό συμβαίνει, γιατί η βία στο χώρο του σχολείου αποτελεί, πρωτίστως, αντανάκλαση της κοινωνικής βίας και των προβλημάτων που παρατηρούνται στον κοινωνικό χώρο, ενώ σχετίζεται άμεσα με τις κοινωνικές συγκρούσεις, τις οικονομικές ανισότητες, τις πολιτισμικές αντιφάσεις και την αποδόμηση των κοινωνικών σχέσεων. Οι σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, όπως η οικονομική παγκοσμιοποίηση και η επακόλουθη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων επηρεάζουν αυξητικά τα κρούσματα σχολικής βίας (Debarbieux, 2003).

Η προσφυγική κρίση δημιουργεί νέα δεδομένα για την Ελλάδα και για την Ευρώπη

        Η  προσφυγική κρίση λόγω της τεράστιας ανθρώπινης τραγωδίας και του ανθρώπινου πόνου που φέρνει στο προσκήνιο, αλλά και γιατί η κρίση αυτή τροποποιεί τα δεδομένα, όπως τα γνωρίζαμε, δημιουργεί μια νέα κατάσταση τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη.

       Η εικόνα των κλειστών συνόρων θυμίζει άλλες, σκοτεινές εποχές, γιατί  η Ευρώπη ως ένα κλειστό φρούριο δεν είναι παρά μια χίμαιρα και γιατί η καταπάτηση των αρχών της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού στην αντιμετώπιση αυτού του κρίσιμου προβλήματος, εφόσον δεν αποτραπεί, θα έχει καταλυτικές αποσυνθετικές συνέπειες. Και το πρόβλημα κινδυνεύει να γίνει ανεξέλεγκτο.

       Ενδεικτικό είναι ότι από τις αρχές του χρόνου η ροή των προσφύγων ξεπέρασε τις 100.000 και από αυτούς περισσότεροι του 90% εισήλθαν από την Ελλάδα. Ενώ πέρυσι πέρασαν από τη χώρα πάνω από 800.000 άτομα με κατεύθυνση τη δυτική Ευρώπη. Με δεδομένη τη συνέχιση των πολεμικών συγκρούσεων στη Συρία αλλά και την αποσταθεροποίηση της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής και μεγάλου τμήματος της βόρειας Αφρικής, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι πιέσεις θα μειωθούν σύντομα.

 Τα νέα δεδομένα δεν έχουν ακόμη πλήρως διαμορφωθεί. Όμως όσα έχουν συμβεί ή πιθανολογούνται αρκούν για να κάνουμε ορισμένες διαπιστώσεις.

        Μια πρώτη διαπίστωση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι η προσφυγική κρίση αναδεικνύεται σε κορυφαίο ζήτημα της εποχής μας, με συνέπειες όχι μόνο οικονομικές αλλά και ευρύτερες πολιτικές και γεωπολιτικές. Ο τρόπος αντιμετώπισής του –αν δηλαδή θα αντιμετωπιστεί με όρους ανθρωπισμού και αλληλεγγύης ή ξενοφοβίας και ρατσισμού– διαμορφώνει τις νέες διαχωριστικές γραμμές και τις ιδεολογικές και πολιτικές ταυτότητες στην Ευρώπη και στην κάθε χώρα ξεχωριστά. Η Ευρώπη διαπερνάται σήμερα από αυτήν ακριβώς τη διαχωριστική γραμμή.

         Σε πολλές χώρες δημιουργούνται πολιτικές εντάσεις από την άνοδο της Ακροδεξιάς και τις ξενοφοβικές τάσεις. Όμως είτε η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει το προσφυγικό πρόβλημα συλλογικά με όρους αλληλεγγύης και ανθρωπιάς στη βάση μιας αμοιβαιοποίησης του κόστους και του οφέλους, είτε η κάθε χώρα θα ακολουθήσει τον δικό της δρόμο, ο οποίος όμως δεν οδηγεί παρά στο να καταστεί το πρόβλημα ανεξέλεγκτο. Για την Ευρώπη ο κίνδυνος είναι να επικρατήσουν ξενοφοβικές και ακροδεξιές λογικές, γεγονός που θα μπορούσε να την οδηγήσει στην αποδιάρθρωση και στην επιστροφή της στην εποχή των τυφλών εθνικιστικών ανταγωνισμών.

      Όμως και η λογική της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων θα μπορούσε να έχει το ίδιο αποτέλεσμα μέσα από διαφορετικές διαδρομές. Το προσφυγικό λοιπόν φέρνει στην επιφάνεια μεγάλα στρατηγικά προβλήματα προσανατολισμού, αρχιτεκτονικής, πολιτικής και ταυτότητας της Ευρώπης. Είναι λοιπόν ανάγκη να κάνουν όλοι διαφανείς τις επιλογές τους και να δυναμώσουν οι φωνές και οι δυνάμεις που τάσσονται υπέρ μιας κοινωνικής και αλληλέγγυας Ευρώπης.

 Δεύτερη διαπίστωση:  Ειδικά στη χώρα μας, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η προσφυγική κρίση έχει μια αυξημένη επίδραση. Η απειλή ή ο κίνδυνος για κλείσιμο των συνόρων επηρεάζει πολυδιάστατα την κοινωνία. Γι’ αυτό και έχοντας ως προτεραιότητα και σταθερή στόχευση την αποτροπή του κλεισίματος των συνόρων, πρέπει να προετοιμαστούμε για όλα τα ενδεχόμενα.

       Τη δημιουργία καταλυμάτων και άλλων υποδομών φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών πρέπει να τη δούμε όχι ως ένα βάρος ή ως μια υποχρέωση προς τρίτους, αλλά ως ένα μέσο θωράκισης μπροστά στον κίνδυνο το πρόβλημα να καταστεί ανεξέλεγκτο. Με την έννοια αυτή, δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι το προσφυγικό πρόβλημα και η ανασυγκρότηση της χώρας αναδεικνύονται πλέον στα δύο ιστορικών διαστάσεων «εθνικά στοιχήματα» της σύγχρονης ιστορίας μας, αφού η στάση μας απέναντι σε αυτά και ο τρόπος αντιμετώπισης και των δύο θα καθορίσει τη μελλοντική μας πορεία.

       Στην αντιμετώπιση και των δύο αυτών προβλημάτων αυτό που μετράει περισσότερο και από τα χρήματα είναι οι αξίες και οι αρχές με βάση τις οποίες θα κάνουμε τις αναγκαίες επιλογές και, αν χρειαστεί, θα δώσουμε τις δύσκολες μάχες που έρχονται. Αυτό θα κρίνει το αποτέλεσμα. Και ακριβώς γι’ αυτό, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, τις αντιξοότητες –ακόμη και τους κινδύνους–, μπορούμε να τα κερδίσουμε και τα δύο αυτά στοιχήματα και να βγούμε από αυτή την κρίση με μια κοινωνία πιο ισχυρή, πιο αλληλέγγυα, πιο δημοκρατική και πιο δίκαιη, με μια οικονομία πιο σταθερή, παραγωγική και βιώσιμη, με μια χώρα με αυξημένο κύρος και ρόλο στην Ευρώπη και τον κόσμο.

    Θεμελιώδης προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να κάνουμε σαφείς επιλογές, να εξοπλιστούμε με σταθερούς και μακράς πνοής προσανατολισμούς και αποφασιστικότητα. Κοιτώντας λοιπόν το παρόν από τη σκοπιά του μέλλοντος, θα πρέπει να προφυλαχτούμε από δύο κινδύνους: Ο πρώτος είναι να αγνοήσουμε τις άμεσες πιεστικές ανάγκες και τις τεράστιες αδικίες και ανισότητες που έχουν συσσωρευτεί στα χρόνια της κρίσης και της διαρκούς λιτότητας, να πούμε δηλαδή πως όλα αυτά είναι προβλήματα του μέλλοντος που θα τα λύσει μια μελλοντική ανάπτυξη. Ο άλλος κίνδυνος είναι να παγιδευτούμε στη διαχείριση της μιζέριας του παρελθόντος, να επιδοθούμε δηλαδή ως κοινωνία σε διάφορες μορφές «κανιβαλισμού», αντί να δούμε πώς θα οργανώσουμε και θα κατακτήσουμε το μέλλον, πώς θα αξιοποιήσουμε με σχέδιο και δικαιοσύνη τις όχι ευκαταφρόνητες δυνατότητές μας.

       Είναι προφανές ότι και από τους δύο αυτούς κινδύνους αναδεικνύεται η ανάγκη ενός συνολικού σχεδίου που θα εντάσσει τις άμεσες λύσεις σε μια προοπτική και θα χτίζει το μέλλον στην ικανοποίηση των αναγκών του σήμερα. Θα πρέπει, επίσης, μιας και μιλάμε για κινδύνους, να αποφύγουμε μοτίβα του ιστορικού μας παρελθόντος, κατά τα οποία οι κυρίαρχες τάξεις της χώρας αναζητούσαν πολλές φορές λύσεις εύκολες αλλά ρηχές, στηριγμένες συχνά σε ξένα δεκανίκια, επιφυλάσσοντας στη χώρα ρόλους παρασιτικούς και εξαρτημένους στο πλαίσιο του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας, αντί να διεκδικούν θέσεις και ρόλους βασισμένους σε επιδόσεις στα πεδία της γνώσης, της επιστήμης, του πολιτισμού και της αναβαθμισμένης παραγωγής.  
       Και για να μη μείνει αυτό ως μια απλή ευχή, πρέπει να καταστήσουμε σε όλους σαφές ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι όραμά μας να γίνουμε «επιδοτούμενοι συνοριοφύλακες» της Ευρώπης, να γίνουμε, δηλαδή, όπως ορισμένοι υπονοούν, «ο Λίβανος» ή «η Ιορδανία της Ευρώπης». Πρόκειται για μια τεράστια παγίδα την οποία πρέπει να αποφύγουμε, ακόμη και αν συνοδευόταν με πρόσκαιρα υλικά οφέλη. Φιλοδοξία μας πρέπει να είναι να κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε η Ευρώπη να αντιμετωπίσει αυτή την πρόκληση συλλογικά στη βάση του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης. Και βέβαια στο πλαίσιο ενός τέτοιου συλλογικού σχεδιασμού να αναλάβουμε και τις δικές μας ευθύνες.

Διαπίστωση τρίτη: Η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί. Η Συρία μπορεί να ειρηνεύσει και οι ροές μπορούν να ελεγχθούν. Όπως έχει λεχθεί από πολλούς Ευρωπαίους παράγοντες, η Ευρώπη μπορεί να απορροφήσει άνετα τουλάχιστον 5 εκατομμύρια πρόσφυγες, αρκεί να κατανεμηθούν σε όλες τις χώρες. Και είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη και χώρες που δεν είναι μέλη της ΕΕ, όπως η Νορβηγία ή η Ελβετία, έχουν προσφερθεί να πάρουν μέρος σε προγράμματα μετεγκατάστασης. Χρειάζεται όμως γι’ αυτό σαφής πολιτική βούληση και συνεκτικός σχεδιασμός. Ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης θα πρέπει να έχει τέσσερα τουλάχιστον σκέλη, να διέπεται από τις αρχές του διεθνούς δικαίου και να σέβεται τις διεθνείς Συνθήκες για την προστασία των προσφύγων και των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Απαιτούνται: α) Αντιμετώπιση των αιτιών της κρίσης με μια μεγάλη πρωτοβουλία για την άμεση ειρήνευση της Συρίας και της ευρύτερης περιοχής

 β) Ένα σχέδιο ελέγχου των ροών των προσφύγων, που πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τον έλεγχο των συνόρων όσο και τη διασφάλιση νόμιμων και ασφαλών διαδρομών διέλευσης όσων ζητούν άσυλο

 γ) Ένα σχέδιο διαχείρισης των προσφυγικών ροών και κατανομής τους στις διάφορες χώρες

 δ) Ένα σχέδιο ανασυγκρότησης των περιοχών που έχουν πληγεί από τις πολεμικές συρράξεις και επιστροφής των μεταναστών και προσφύγων που το επιθυμούν στις χώρες προέλευσης τους. 

      Διαπίστωση τέταρτη: η προσφυγική κρίση καθιστά ακόμη πιο αναγκαία την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης το συντομότερο δυνατόν. Οι προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση έχουν δημιουργηθεί και η όποια περαιτέρω καθυστέρηση είναι αδικαιολόγητη. Η ταχεία ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος θα επιτρέψει την έναρξη των συζητήσεων για το πρόβλημα του δημόσιου χρέους, η θετική έκβαση των οποίων θα επιταχύνει την πρόσβαση στις αγορές δανεισμού και τη μετάβαση της οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά. Επίσης, αμέσως μετά την πρώτη αξιολόγηση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει δεσμευτεί ότι θα λάβει μέτρα τα οποία θα διευκολύνουν τη ρευστότητα της οικονομίας και τους όρους χρηματοδότησής της. Η έγκαιρη ολοκλήρωση αυτής της σειράς των βημάτων θα επιτρέψει λοιπόν την ανάκαμψη της οικονομίας από το δεύτερο εξάμηνο αυτού του έτους και θα καταστήσει πιο σαφείς και ορατές τις προοπτικές.

 Πέμπτη διαπίστωση είναι ότι η προσφυγική κρίση κάνει ακόμη πιο αναγκαία την επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου σε όλα τα μέτωπα και ιδιαίτερα στην υλοποίηση του λεγόμενου παράλληλου προγράμματος, δηλαδή των δράσεων εκείνων που αποσκοπούν στη στήριξη της κοινωνίας και της συνοχής της, έτσι ώστε να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις νέες πιέσεις που αναπόφευκτα συνεπάγεται η προσφυγική κρίση. Παρουσιάζοντας χθες την έκθεσή του, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος διαπίστωνε ότι η κοινωνική συνοχή απειλείται από την αύξηση της φτώχειας και της ανισοκατανομής του εισοδήματος και από τον κοινωνικό αποκλεισμό σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού. Πρόκειται για μια διαπίστωση που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Αντίθετα, τεκμηριώνεται από πλήθος εμπειρικών μελετών.

       Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού πρέπει να παραπεμφθεί στο μέλλον: «Πρώτα ανάπτυξη και μετά αναδιανομή», υποστηρίζουν. Αν όμως είναι σωστό ότι η συνοχή της κοινωνίας τελεί ήδη υπό απειλή, όπως διαπιστώνει και ο κ. Στουρνάρας, τότε ποιες θα ήταν οι συνέπειες από μια επ’ αόριστον αναβολή της αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος;

       Η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, τα ειδικά προγράμματα απασχόλησης, η πρόσβαση των ανασφάλιστων πολιτών στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, η εξασφάλιση συσσιτίων και υποστηρικτικής διδασκαλίας στα σχολεία, η ενθάρρυνση και στήριξη δομών αλληλεγγύης και άλλων συλλογικών πρωτοβουλιών των πολιτών, η επανοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους «από τα κάτω» στη βάση της κοινωνίας, σε αντιστοιχία με τις νέες επείγουσες ανάγκες που έχουν διαμορφωθεί, αποτελούν σταθερές προτεραιότητες της κυβέρνησης, παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς και το ασφυκτικό πλαίσιο εποπτείας. Η προσφυγική κρίση ωστόσο έρχεται να δώσει μια νέα διάσταση στο πρόβλημα αυτό. Τούτο σημαίνει πως όχι μόνο δεν υπάρχει κανένα περιθώριο αναβολής, αλλά, αντίθετα, η στήριξη της κοινωνίας, η καταπολέμηση της φτώχειας και των ανισοτήτων οφείλει να γίνει βασικό κριτήριο και στόχος της συνολικής πολιτικής.

 Έκτη διαπίστωση: Η προσφυγική κρίση επιβάλλει την επιτάχυνση των διαδικασιών που θα επιτρέψουν στην ελληνική οικονομία να μπει σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης το συντομότερο δυνατόν, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει από καλύτερες θέσεις, τόσο τα βάρη που συνεπάγεται η προσφυγική κρίση, όσο και μια ενδεχόμενη επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας με ό,τι αυτή συνεπάγεται.

Ομιλία του Γιάννη Δραγασάκη (tovima.gr)