Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Τάκης Σινόπουλος "Ο καιόμενος"

       Το ποίημα «Ο Καιόμενος» είναι το πρώτο από τα δεκαεπτά ποιήματα της συλλογής Μεταίχμιο Β', την οποία ο ποιητής εξέδωσε το 1957. Περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα στο διάστημα 1949-1955. Για τη συλλογή σημειώνει ο ίδιος: «γραφόταν έξι χρόνια και κλείνει μέσα της τις εμπειρίες του εμφύλιου και της ατμόσφαιρας μετά απ’ αυτόν»
      Θέμα του ποιήματος είναι η πολιτική διαμαρτυρία, με αυτοπυρπόληση ενός απογοητευμένου ιδεολόγου και η αντίδραση του πλήθους και του ποιητή, ή «η συμβολική εικόνα του ανθρώπου που θυσιάζει τον εαυτό του σαν ιερό σφάγιο-μια πράξη στην οποία συμμετέχει κι ο ίδιος ο ποιητής».Το φαινόμενο της αυτοπυρπόλησης αποτέλεσε στην εποχή μας την έσχατη μορφή προσωπικής διαμαρτυρίας των διαφόρων απελπισμένων ιδεολόγων.
        Το ποίημα δεν αποτυπώνει ένα γεγονός αλλά εκφράζει μια ενορατική, προφητική επινόηση του ποιητή. Για τον «Καιόμενο», ο ποιητής είπε σε κάποια συνέντευξή του: «Κανείς δεν γίνεται ποιητής, χωρίς να πληρώσει προσωπικά. Αυτό να το ξέρετε. Προπαντός μέσα στο δικό μας το χώρο, στην Ελλάδα, που δεν είναι πια δικός μας. Κάποτε στα 1957, έγινα προφήτης, γράφοντας τον «Καιόμενο». Ύστερα ήρθανε οι αυτοπυρπολήσεις των βουδιστών καλόγερων στο Βιετνάμ, ύστερα  του Πάλαντς στη Τσεχοσλοβακία και του Γεωργάκη στη Γένοβα. Τον Οκτώβρη του ’74 έγραψα το 16ο ποίημα του «Δοκιμίου» στο Χρονικό. Αργότερα σκοτώθηκε ο Αλέξανδρος Παναγούλης».
     Στον τίτλο ο παροντικός χρόνος της μετοχής δηλώνει τη διάρκεια μιας πράξης εν ενεργεία  που συμβαίνει στο παρόν και εξακοντίζεται στο μέλλον. Καιόμενος είναι ο μάρτυρας που θυσιάζεται, γιατί με τη θυσία του υπερβαίνει τα αδιέξοδα της ζωής και στέλνει ένα πυρίκαυστο μήνυμα καθάρσεως. Αλλά και ο ποιητής που μετεωρίζεται ανάμεσα στα δυο, είναι ίσως και ο καθένας από μας  που, ενώ βιώνουμε τα ηθικά και υπαρξιακά αδιέξοδα, δεν έχουμε οδό διαφυγής.
 Γνωρίσματα της ποιητικής τέχνης του Τ. Σινόπουλου  στο συγκεκριμένο ποίημα:
  • Θεατρική πλαστικότητα – αφήγηση σκηνικού δρώμενου
  • Δραματικός χαρακτήρας (μικροπερίοδος λόγος, πολυπρόσωπο ποίημα, ερωτήματα ‘‘εις εαυτόν’’)
  • Κινηματογραφική τεχνική, διαδοχικές εικόνες, «ατμοσφαιρικός» ποιητής
  • Στοχαστικός λόγος, εσωστρεφής τόνος, ποιητής-σχολιαστής.
  • Λιτός και απέριττος λόγος με λίγες ρητορικές – λυρικές εξάρσεις
  • Διδακτικός - γνωμικός τόνος (επιμύθιο: οι τρεις τελευταίοι στίχοι) – η «ποιητική ηθική ως συνέπεια της πολιτικής ηθικής» (κατά τον Δ. Μαρωνίτη)
  • Σαφές πολιτικό μήνυμα: η φωτεινή πράξη στη σκοτεινή εποχή και ο ρόλος
  • Μοτίβα: φθοράς, απόλυτης μοναξιάς, ήλιου – φωτιάς – φλόγας – φωτός.
        Τα  γνωρίσματα αυτά ισχύουν εν πολλοίς για αρκετούς ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, για τους οποίους ο πόλεμος υπήρξε «βίαιος διδάσκαλος».Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Κλείτος Κύρου, ένας ποιητής των χρόνων αυτών, «Η γενιά μου μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο». Για τους ποιητές αυτούς «ο ποιητικός λόγος δεν σηκώνει πια ‘μουσικές και μαλάματα’.
     Το ποίημα χωρίζεται σε δυο νοηματικές ενότητες:
στ. 1-13: ο αφηγητής ταυτίζεται με τον ποιητή.
στ. 14-16: σχολιασμός και φιλοσοφική αναγωγή του συμβάντος.

  Α΄ενότητα: στ. 1-13(αφήγηση -τραγικό δρώμενο)
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! Είπε ένας από το πλήθος
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
     Η σκηνή του ποιήματος ανοίγει με μια καυγή γεμάτη θαυμασμό ενός από το πλήθος. Όλοι γύρισαν γεμάτοι έκπληξη τα μάτια να δουν το παράξενο και τραγικό θέαμα. Το ποιητικό μοτίβο της απορίας μπροστά στο παράδοξο γεγονός το βρίσκουμε και στο πρώτο ποίημα, τον «Ελπήνορα».
Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ‘ναι εκείνος. Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα.
     Η αντίδραση του πλήθους είναι τυπική, δεν εκφράζει κάποιο συναίσθημα. Όμως αναγνωρίζουν το μάρτυρα, είναι εκείνος που οργισμένος είχε αποστρέψει το πρόσωπό του (θυμίζει ο στίχος το βιβλικό λόγιο «απόστρεψον το πρόσωπό Σου από των αμαρτιών μου») από τις επιλογές τους, τους ηθικούς συμβιβασμούς, τις αντιλήψεις του πλήθους. Είχαν μιλήσει μαζί του, ποιος ξέρει τι του είχαν τάξει, τι του είχαν υποσχεθεί «λάφυρα και σειρήνες», αλλ’ αυτός, όπως ο Φίλιππος, ο ήρωας του ομώνυμου ποιήματος από την ίδια συλλογή, ήταν «στραμμένος σ’ άλλα οράματα».
     Οι πρώτοι στίχοι σκιαγραφούν κατά τρόπο ακαριαίο το μάρτυρα. Είναι μια όρθια παρουσία, μια ανένδοτη συνείδηση, ένας ιδεαλιστής που αντιτίθεται στο πλήθος, προσηλωμένος στο όραμά του. Αποστρέφεται τις φτηνές δοσοληψίες και συναλλαγές που μειώνουν την υπόσταση του ανθρώπου. Έχει πρόσωπο, εκεί που πολλοί άλλοι έχουν χάσει το πρόσωπό τους, που εμπορεύτηκαν τον ηθικό εαυτό τους. Ήδη με τη φράση «και τώρα καίγεται» έχει αρχίσει η τραγική περιπέτειά του, που από ελεύθερη βούληση επέλεξε ως το μόνο τρόπο αντίστασης και εναντίωσης, αποστασιοποιημένος από το πλήθος, βυθισμένος στη βαθυνόητη σιωπή του, την υπαρξιακή μοναξιά του. Στο σημείο αυτό ο ποιητής εκφράζει την απορία του, γιατί δε ζητάει βοήθεια, δεν μιλά, δεν κραυγάζει (επομένως η απόφασή του είναι οριστική και αμετάκλητη), δεν επαναστατεί, όμως το φλεγόμενο σώμα του είναι η πιο διαπεραστική κραυγή, η έμπρακτη ομολογία, η πλήρης αποδοχή ενός ανέφικτου και δυσπρόσιτου ιδεώδους.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

       Ο ποιητής αποχωρίζεται από το πλήθος και στο εξής δρα ως μεμονωμένη παρουσία. Εκείνος (ο ποιητής) είναι γήινος και δηλώνει ότι παραξενεύεται γιατί ο μάρτυρας υπερβαίνει το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, την οξεία αίσθηση του σωματικού άλγους. Δύο εναγώνια ερωτήματα ανακύπτουν που ωθούν την ένταση και τη θεατρικότητα του μύθου στο υπέρτατο σημείο:
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
     Όπως οι τρεις παίδες εν καμίνω, οι μάρτυρες του Χριστιανισμού ή ο Γρηγόρης Αυξεντίου στο ολοκαύτωμα του Μαχαιρά, βιώνουν το πάθος του ολοκαυτώματος, αναιρώντας τη γήινη υπόστασή τους, έτσι και ο καιόμενος ανάγεται σ’ ένα υπερούσιο σύμβολο που καταλύει τη δυναστεία της ανθρώπινης οδύνης.
     Έτσι υφαίνει ο ποιητής-αφηγητής μια σπαράσσουσα μυθολογία του υπάρχειν, αποδίδοντας μια πρωτεϊκή πληρότητα της υπάρξεως, απ’ όπου αναθρώσκει κυρίαρχη η ουσία του τραγικού «ως έκδικα πάσχει».
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.
     Η αφήγηση του δράματος διακόπτεται προς στιγμήν, για να δηλωθεί ο χώρος, όπου διαδραματίζεται το γεγονός, μια χώρα σκοτεινή και ανελεύθερη, ένας κεντρικός δρόμος, μια πλατεία μιας πολυανθρώπινης, καταδυναστευόμενης πολιτείας (ίσως η πλατεία του Πανεπιστημίου της Πράγας, όπου αργότερα κάηκε ζωντανός ο Γιαν Πάλατς) διαγράφουν εναργώς τη σκηνοθεσία του μύθου. Σ’ αυτή τη σκοτεινή και δύσκολη χώρα ο αφηγητής εκφράζει το φόβο του που τον υποθάλπει η απαγορευτική παραίνεση του πλήθους. Οι άνθρωποι, ο πολύπαθος λαός έχει πικράν πείρα της απολυταρχικής, τυραννικής εξουσίας που θέλει τους πολίτες πειθήνια όργανά της, χωρίς αυτοβουλία, αλλοτριωμένους από τον αυθεντικό εαυτό τους. Ο αφηγητής σαφώς υπαινίσσεται την Ελλάδα τη συγκεκριμένη εποχή του εμφύλιου διχασμού και των μετέπειτα χρόνων.
 Συναφείς αναφορές
Τοπίο θανάτου
Το κατάμαυρο καράβι («Ελπήνωρ»)
Μαύρισε η γη την πήρε ένας κακός χειμώνας
μαύρισε το μυαλό ένα μακρύ ποτάμι το αίμα («Φίλιππος»)
Και βαδίσανε καταπάνου, στον έναν ο άλλος, μη γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και κατ’ αδελφού μικρού ο μεγάλος («Η αυλή των προβάτων», Άξιον εστί, Ο. Ελύτη)
Σκηνικό
     Χώρα σκοτεινή και δύσκολη (στίχος 9) – ανελεύθερη χώρα, «ένα τοπίο θανάτου», η Ελλάδα του Εμφυλίου.
     Ο στίχος 10 (ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις) δηλώνει και την απαγόρευση του πλήθους και την απαγόρευση της εξουσίας. Αυτή η κατάσταση εξηγεί και τη στάση του καιόμενου (αγωνιστική διαμαρτυρία) και τη στάση του πλήθους (θαυμασμός, φόβος, ουδέτερο χειροκρότημα) και τη στάση του ποιητή, ο οποίος παραμένει διχασμένος.
     Είναι μια εποχή, ζοφερό σκηνικό μιας διαιωνιζόμενης εθνικής τραγωδίας και μέσα από τα κολαστήριά της ο ποιητής συναρθρώνει την ποιητική του οικουμένη, συνθέτοντας μυθικές μορφές, πρόσωπα, προσωπεία με μια εκρηκτική εικονοπλασία, σκοτεινά χρώματα, «μεγάλο μαύρο φως».
‘Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
     Εκείνος πέρα και πάνω από τη δίνη των καιρών, τον ηδονοθηρισμό ή την καταναλωτική μεταφυσική, αλλιώς ωραίος, ολοκληρώνει τη θυσία του στην παντοκρατορία του πυρός. Βυθίζεται και αναλίσκεται στην οντολογική μοναξιά του.
     Εάν δεχτούμε την εύστοχη παρατήρηση ενός μελετητή ότι βασική συνιστώσα της ποιητικής του Σινόπουλου είναι το τρίπτυχο έρωτας-θάνατος-απόλυτη μοναξιά, εδώ επαληθεύεται με έντονη προφάνεια, ο έρωτας της ελευθερίας, η αιώνια οντολογική μοναξιά του ανθρώπου, όπου φεγγοβολεί ο αστερισμός του θανάτου. Ο θάνατος όμως μεταστοιχειώνει το ακήρατο πρόσωπό του σε ήλιο. «Ολέθριο, αφανιστικό και ανελέητο που όμοιό του δεν υπάρχει σ’ ολόκληρη την ελληνική λογοτεχνία, από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα» κατά τον Φράϊερ.
    Το φως του ήλιου αφανίζει το φθαρτό σώμα, αλλά εξαγνίζει και αποθεώνει την ψυχή και το πνεύμα. «Του ήλιου το μέγα φως» εξαγγέλλει, προοιωνίζεται μιαν άλλη εποχή. Ο μάρτυρας μεθίσταται δικαιωμένος σε μεταφυσικό, υπερβατικό επίπεδο με το φωτοστέφανο του μαρτυρίου, «ένοικος τώρα του παντοτεινού κεκυρωμένος» στο χώρο του πνεύματος. Παράβαλε το ευαγγελικό διακείμενο «Και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος»(Ματθ. ΙΖ, 1)

Β' ενότητα : στ. 14-16(η θέση του αφηγητή-ποιητή, κατακλείδα).
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
Άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
     Ενώ το δράμα του καιόμενου έχει συντελεστεί, ο ποιητής-αφηγητής προβαίνει σε μια φιλοσοφική θεώρηση, σ’ έναν καίριο σχολιασμό του. Από καταβολής κόσμου κάποιοι είναι μέσα στη φωτιά, μέσα στην καρδιά των εξελίξεων, που προσελκύουν με την ανυπόταχτη φύση τους τους κεραυνούς και τις θύελλες, όπως τα αιωνόβια, πανύψηλα δέντρα. Είναι αυτοί που επιλέγουν αυτοπροαίρετα τον πιο δύσκολο δρόμο, ακολουθώντας την επιταγή της συνειδήσεώς τους και έρχονται σε σύγκρουση μ’ αυτά που άλλοι ασμένως αποδέχονται, που γεννιούνται με το άστρο του θανάτου στο μέτωπό τους, έτοιμοι να επωμισθούν τη μοίρα του έθνους και της ανθρωπότητας, να θυσιάσουν τον εαυτό τους.
     Κάποιοι άλλοι χειροκροτούν, θαυμάζουν, απορούν, επικροτούν, αλλά από τις κερκίδες θεώνται τα δρώμενα στην αρένα της ζωής, τηρώντας απόσταση ασφαλείας.
     Και ο ποιητής, ο στοχαστής, ο καλλιτέχνης διαμελίζεται, διχάζεται στα δυο. Ένας αιώνιος δυϊσμός που επαναλαμβάνεται εσαεί. Ο ποιητής αναντίρρητα τάσσεται με τους μάρτυρες, τους ιδεολόγους, τους στρατευμένους σ’ ένα μεγάλο σκοπό, αλλά δεν μπορεί να ταυτιστεί στην πράξη μαζί τους.
Εν τέλει ο ποιητής-αφηγητής είναι τραγικό πρόσωπο, γιατί διχάζεται ανάμεσα σε δύο στάσεις του βίου, χωρίς να μπορεί να βρει τη λύτρωση στα εναγώνια ερωτήματα που τον ταλανίζουν. Συγκλονίζεται από την αυτοπυρπόληση του ιδεολόγου και θέλει να αποστασιοποιηθεί από το απαθές πλήθος, αλλά διστάζει, έτσι μετεωρίζεται και καίγεται με άλλον τρόπο και καθίσταται αυτόχρημα τραγικός.
     Επομένως τα πρόσωπα του ποιήματος, το πλήθος, ο ποιητής που μετεωρίζεται ανάμεσά τους εκφράζουν τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσμου, τρεις στάσεις ζωής.
    Και στο ποίημα «Φίλιππος» ο ποιητής είναι ψυχικά διχασμένος ανάμεσα στους αγωνιστές-μάρτυρες που ενσαρκώνει ο Φίλιππος και στους άλλους «με τα ερειπωμένα πρόσωπα» που έχασαν το «αληθινό τους πρόσωπο» ή που μιλούν μόνο «περί σώματος».
     Σημειωτέον ότι ο Τ. Σινόπουλος ήταν ανθυπίατρος στον Εθνικό Στρατό στη διάρκεια του εμφύλιου μέχρι το 1949. Συνεπώς έζησε εξ επαφής το αμοιβαίο, αδυσώπητο μίσος στη σκοτεινή χώρα, αθροίζοντας με δέος τα σπαράγματα της τραγικής γενιάς του. Άλλωστε δύο συλλογές του έχουν αυτό τον καίριο τίτλο: Μεταίχμιο (κρίσιμη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ανασυρμένα ξίφη, σε αντίνομες καταστάσεις), λέξη κλειδί στο σύστημα της ποιητικής του που αποτυπώνει εναργέστατα αυτό το μετεωρισμό, την αγωνιώδη έφεση για ισορροπία ανάμεσα στα διεστώτα. Η ποίησή του τοποθετείται στο μεταίχμιο παρόντος και παρελθόντος, στο μεταίχμιο καταστάσεων, δράστης και θεώμενος ανάμεσα στις συντεταγμένες του χρόνου και του χώρου, στο μεταίχμιο του έρωτα και του θανάτου. «Δεν ονειρεύομαι, όταν λέω πως μ’ έκοψαν στα δυο τα σύννεφα και τα φαντάσματα».

     Ο καιόμενος συνιστά μια τραγωδία εν συνόψει με κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Με τη θυσία του εξαγνίζεται και καθαίρεται η εν πολλαίς αμαρτίαις φλεγμαίνουσα κοινωνία και η σκοτεινή χώρα προς στιγμήν καταυγάζεται από το υπερφυσικό φως του προσώπου του. Επίσης, πρέπει να εξαρθεί η σοφή αρχιτεκτονική του ποιήματος. Ο ποιητής δομεί το μύθο σε επίπεδα, σε πλάνα (όπως φαίνεται από τη διαίρεση σε οκτώ ενότητες), με διάκενα μεταξύ τους που φορτίζουν τη δραματική ένταση, καθώς ενισχύεται από τα κενά της αφήγησης.
     Το ποίημα λειτουργεί με τη μέθοδο μιας κινηματογραφικής απεικόνισης ενός «κινηματογραφικού ταυτοχρονισμού» που δίνει την ευχέρεια στον αφηγητή να αποδώσει ένα γεγονός εισάγοντας ταυτόχρονα τον αναγνώστη στο χώρο του ποιητικού υποκειμένου. Στο ποίημα συνυπάρχουν σαφώς πολλές αφηγηματικές φωνές (πολυπρόσωπη αφήγηση).
     Αφηγηματικές φωνές – πλάνα – επίπεδα ποιήματος
       Η αφήγηση αρχίζει in medias res. Κάποιος ξεχωρίζει από το πλήθος και φωνάζει «κοιτάχτε». Έπειτα ο κύριος αφηγητής που αποτελεί ένα τυχαίο άτομο του πλήθους χρησιμοποιεί πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, για να διηγηθεί όσα ως αυτόπτης μάρτυρας παρατηρεί («γυρίσαμε», «μιλήσαμε»), ενώ δίνονται σε ενικό πρόσωπο οι κινήσεις του καιομένου («ήταν», «απόστρεψε το πρόσωπό του»). Ο αφηγητής αυτονομείται από το πλήθος, μιλώντας στο πρώτο ενικό πρόσωπο: «Διστάζω. Λέω να πάω εκεί…». Η συνύπαρξη των διαφόρων αφηγηματικών φωνών συναρτάται άμεσα με το δισυπόστατο ρόλο, το μετεωρισμό του ποιητή-αφηγητή σε δύο οπτικές του κόσμου.
      Το ποίημα δομείται σε τρία αλληλοσυνδεόμενα πλάνα (σύμφωνα με τον Κ. Μπαλάσκα) που παρουσιάζονται με κινηματογραφική τεχνική. Ο φακός κινείται ανάμεσα στα πρόσωπα (πλήθος, ποιητής, καιόμενος) που κυριαρχούν σ’ αυτά τα πλάνα και που σκιαγραφούνται με αδρές γραμμές, ενώ παράλληλα αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσμου.
     Α. Το ποιητικό εγώ, που αναρωτιέται, σκέφτεται, σχολιάζει. Αρχικά, παρουσιάζεται ως ένας από το πλήθος (αφήγηση σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο – γυρίσαμε, μιλήσαμε), στη συνέχεια αποδεσμεύεται και μετέχει στο δράμα του καιόμενου (αφήγηση σε α΄ ενικό πρόσωπο - διστάζω, είμαι φτιαγμένος να παραξενεύομαι, φοβάμαι), για να αποκαλυφθεί στον τελευταίο στίχο, γενικά όμως (ο ποιητής), ο ποιητής του μεταπολεμικού κόσμου.
     Β. Το πλήθος, που θαυμάζει, δεν ανακατεύεται, χειροκροτεί (αφήγηση σε β΄ πρόσωπο, χρήση βασικά προστακτικής έγκλισης που είτε προτρέπει είτε αποτρέπει – Κοιτάχτε! // ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις).
     Γ. Ο καιόμενος (αφήγηση σε γ΄ πρόσωπο - αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, καίγεται, δε φωνάζει βοήθεια, αναλίσκεται περήφανος, μονάχος, καταμόναχος, αφανίζονταν, άστραφτε, γινόταν ήλιος). 

Γλώσσα – λειτουργία του λόγου
-Λόγος πυκνός, δυνατός με λογική διάρθρωση και μελετημένη αρχιτεκτονική-
-Αντιρητορική αλλά και υποβλητική υφή της γλώσσας
-Μικροπερίοδος λόγος, κυριαρχία ρήματος (28 ρήματα), λιγοστά επίθετα («γυμνές οι λέξεις») δίνουν την αίσθηση ενός καθημερινού λόγου που παραπέμπει στη μαρτυρία.
-Η χρήση πολλών ρηματικών προσώπων κάνει το ποίημα να ηχεί πολυπρόσωπο (α΄ πληθυντικού, α΄ ενικού, β΄ ενικού, γ΄ ενικού) – πρόκειται για τον λόγο του ενός έναντι του λόγου των πολλών.
-Το ποίημα αρχίζει με μια δραματική προστακτική (Κοιτάχτε!) και ακολούθως περνάμε σε μια στοχαστική ανάμνηση γεγονότων σε χρόνο αόριστο (μπήκε στη φωτιά, γυρίσαμε, απόστρεψε). Στη συνέχεια, ρήματα σε χρόνο ενεστώτα ζωντανεύουν την ανάμνηση (καίγεται, διστάζω, φοβάμαι), ενώ οι παρατατικοί που έπονται (καίγονταν, αφανίζονταν, γινόταν) δηλώνουν τη διάρκεια της πράξης και της ανάμνησής της, τη διαχρονικότητά της.
Σύμβολα
  •   Χώρα σκοτεινή και δύσκολη: κάθε ανελεύθερο και καταπιεστικό περιβάλλον.
  • Φωτιά: σύμβολο κάθαρσης και εξαγνισμού.
  • Ήλιος: σύμβολο φωτός (ήλιος της δικαιοσύνης).
  • Καιόμενος: σύμβολο αγωνιζόμενου ανθρώπου ενάντια σε κάθε κατάσταση σκοτεινή και δύσκολη, ιερό σφάγιο, ο καθείς που ‘αναλίσκεται’ για ένα ιδανικό.

Ερμηνεία-αιτιολόγηση του τίτλου
-Ο  άνθρωπος  που πυρπολείται, μια θυσιαστήρια δάδα διαμαρτυρίας, αυτός που καίγεται και θα καίγεται χωρίς να φθείρεται (σαν τη φλεγόμενη βάτο), ο πρωταγωνιστής στο δρώμενο αυτό.
- Ο ποιητής, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο «καίγεται» μεταφορικά, παραμένοντας διχασμένος και μετέωρος.
- Ο καθένας από εμάς, εάν συναισθάνεται το ηθικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται.
      Η αοριστία του τίτλου (αυτός που καίγεται) υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται μόνο για ένα ατομικό δράμα, αλλά για μια πράξη εν ενεργεία, που πραγματώνεται στο παρόν και προβάλλεται στο μέλλον (δηλώνεται το παρόν διαρκείας, η δυνατότητα ή και η προτροπή επανάληψης). Τούτο, εξάλλου, δηλώνεται και με τον παροντικό χρόνο της μετοχής καιόμενος που δίνει τη διάρκεια, τη διαχρονικότητα της πράξης (και όχι με έναν παρελθοντικό που θα σήμαινε ο καμένος, αυτός που κάηκε και δεν υπάρχει πια). Η σημασία της πράξης αυτής, που εν τέλει αποτελεί κατάφαση στη ζωή και όχι άρνησή της, έγκειται στο κέρδισμα του ‘προσώπου’ μας («κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανένα άλλο. Και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή» - Γ. Σεφέρης).
     Αξίζει να σημειωθεί ότι – σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του ποιητή – αφετηρία γραφής του ποιήματος δεν αποτέλεσε ένα πραγματικό γεγονός (μια αυτοπυρπόληση). Στο ποίημα αυτό «ο Σινόπουλος με μια προφητική δύναμη είδε το τραγικό φαινόμενο των ημερών μας, εννοώ τον αυτοπυρπολισμό των διάφορων απελπισμένων ιδεολόγων » - Μ. Μερακλής.
     Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί ότι ενώ το θέμα του ποιήματος φαίνεται να είναι ο άνθρωπος που αυτοπυρπολείται, το τελικό συμπέρασμα αφορά τον ποιητή: ο ποιητής μοιράζεται στα δυο. Σ’ αυτό το στίχο, ακριβώς, λανθάνει η ενοχή του ποιητή: η ενοχή του για κάθε σκοτεινή εποχή, η ενοχή του για το ότι παραμένει διχασμένος ανάμεσα στους ήρωες (τα δρώντα πρόσωπα) και στους θεατές. Ο ίδιος ο Σινόπουλος γράφει για το έργο του:
     «Ό,τι έγραψα ήρθε κυρίως τις ώρες που ένιωθα το σώμα μου ξένο από μένα. Η «θεληματική» μνήμη δεν έπαιξε κανένα ρόλο σε τούτη τη δημιουργία. Πρόσωπα μισο-πραγματικά μισο-φανταστικά, απαντημένα σε λίγο ή πολύ φως, πέρασαν μέσα μου ξαφνικά».
      Καιρό προσπάθησα να οικειωθώ με τις διαδοχικές εκείνες καταστάσεις που θα μπορούσα να τις ονομάσω: Κλίμακα Θανάτου. Γιατί αρνούμαι το θάνατο σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό. Έρχεται πριν τον καταλάβουμε και τελειώνει – τελειώνει; - πολύ αργότερα απ’ ό,τι υποθέτουμε. Σε τούτο το Μεταίχμιο συνάντησα τον Ελπήνορα, την Ελένη, τον Ιάκωβο, τον Μπίλια, τον Φίλιππο, την Ιωάννα. Ζώντας τη ζωή μου μοιράστηκα στα δυο. Ποιο κομμάτι ανήκει στη φθορά και ποιο στην αφθαρσία; Το πραγματικό ή το φανταστικό είναι το αληθινό; Η σκέψη μου θεωρεί «λογικά», κι αυτό που λέμε φαντασία ή ασυνείδητο ή δαίμονα δεν υπακούει σε νόμους. Αγωνίζομαι για μια σύζευξη χωρίς να πετυχαίνω. Όποιος νιώθει ανάλογα ας αποδώσει το δίκαιο».
users.sch.gr/papangel

Δεν υπάρχουν σχόλια :