Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Αποχαιρετώντας την πατρίδα...


         Τα κείμενα που ακολουθούν είναι αποσπάσματα εκθέσεων από το τμήμα Β2 του Γυμνασίου Παλιννοστούντων Ελληνοπαίδων Θεσσαλονίκης της σχολικής χρονιάς 1994-1995. Το τμήμα Β2 προέκυψε από τα τμήματα Α1 και Α2 της προηγούμενης σχολικής χρονιάς. Τα τμήματα αυτά ήταν, κατά την ορολογία του σχολείου, τμήματα "μηδενικά". Που σήμαινε ότι όταν έμπαινες την πρώτη μέρα στην τάξη και έλεγες καλημέρα τα παιδιά σε κοιτούσαν χωρίς να καταλαβαίνουν. Δεν ήξεραν καθόλου Ελληνικά.
      
       Το Μάρτη του 1995 ζητήθηκε από τα παιδιά να γράψουν έκθεση με θέμα"Πώς θυμάμαι την τελευταία μέρα που έφυγα από την παλιά μου πατρίδα". Τα παιδιά έγιναν σοβαρά.. Και έκλαψαν. Και έγραψαν. Είχαν να πουν.Οι εκθέσεις, με πολλά λάθη, διορθώθηκαν και τα παιδιά έπρεπε να τις καθαρογράψουν. Τα παιδιά το έκαναν πάλι και πάλι, σα να το είχαν ανάγκη, σα να επουλώνοταν έτσι το τραύμα. Τις καθαρόγραψαν στα τετράδιά τους, σε φύλλα χαρτί, σε λευκές κόλλες. Με κάποια αποσπάσματα έγινε ένα κολλάζ που παρουσιάστηκε στην Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης εκείνης της χρονιάς. Εδώ ακολουθούν κάποια από αυτά τα αποσπάσματα:

Πώς θυμάμαι την τελευταία μέρα που έφυγα από την πατρίδα μου

   …Όταν έφτασε η μέρα για να φύγουμε η γιαγιά μου ήτανε πολύ νευριασμένη και θυμωμένη γιατί θα έμενε μόνη της, αφού δε θέλησε να έρθει μαζί μας. Εγώ ένιωθα δυστυχισμένος. Αποχαιρέτησα όλους τους φίλους μου και το σκυλάκι μου που το αγαπούσα πάρα πολύ. Φεύγοντας κοιτούσα πίσω και σκεφτόμουν πως αν ήμουν μάγος, θα τα έκανα όλα μικρά και θα τα έπαιρνα όλα μαζί μου, στην καινούρια μου πατρίδα.
Ένας μαθητής

…Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Έπρεπε να τον αφήσω.…Πήρα το γάτο και μαζί πηγαίνουμε να κοιμηθούμε. Η μητέρα είχε βρει μια οικογένεια από το χωριό να δώσει το γάτο μου. Τη νύχτα εκείνη είδα πολλούς εφιάλτες και το πρωί που πήγα στο σχολείο όλα μου φαίνονταν βαρετά. Τελειώνω το σχολείο και όλη η τάξη πηγαίνουμε στην πλατεία. Οι ώρες περνούσανε πολύ γρήγορα. Ο αποχαιρετισμός με τις φίλες μου τελειώνει με δάκρυα στα μάτια. Αποχαιρέτησα και όλους τους συγγενείς και γύρισα στο σπίτι. Λίγο αργότερα ήρθε ο άντρας που θα έπαιρνε το γάτο. Τον έβαλε μέσα σε μια τσάντα, αλλά αυτός πήδηξε και βγήκε έξω και κάθησε στα πόδια μου σαν να μου λέει: Δε με λυπάσαι βρε Άννα; Μην τον αφήσεις να με πάρει. Πάρε με κι εμένα μαζί σου. Πώς θα κάνω χωρίς εσένα; Όχι, όχι, μη…Λυπήσου με…
Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Έπρεπε να τον αφήσω.
Ελιάνα

…Φάγαμε για τελευταία φορά στην κουζίνα μας. Έφαγα με το ζόρι, δεν είχα όρεξη, αλλά ήθελα για μια τελευταία φορά να αποχαιρετήσω με αυτόν τον τρόπο την κουζίνα και όλα τα πράγματα γύρω μου. _ Ελίσα, έλα! , λέει ο μπαμπάς, η μαμά ετοίμασε το πρωινό.
_ Δε θέλω να φάω, του λέω.
Από το ύφος μου ο πατέρας κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήρθε στο δωμάτιό μου και μου μιλούσε ασταμάτητα. Δε θυμάμαι τα λόγια του, εκτός από αυτά που μου είπε στο τέλος.
_ Δε θα 'πρεπε να 'σαι δυστυχισμένη. Εμείς για το καλό σας θα πάμε στην Ελλάδα. Δε μας νοιάζει πια για τους εαυτούς μας, αν θα αντέξουμε τις δουλειές εκεί ή όχι. Πρέπει ν' αντέξεις και ν' αντιμετωπίσεις την αλήθεια, την πραγματικότητα. Πάμε στην Ελλάδα για ένα καλύτερο μέλλον για σας. Τα άλλα παιδιά μακάρι να έβρισκαν μια τέτοια ευκαιρία.
Τον άκουσα και έκλαψα. Δεν πίστευα στις τελευταίες λέξεις του. Ούτε αυτός τις πίστευε.
Φάγαμε για τελευταία φορά στην κουζίνα μας. Έφαγα με το ζόρι, δεν είχα όρεξη, αλλά ήθελα για μια τελευταία φορά να αποχαιρετήσω με αυτόν τον τρόπο την κουζίνα και όλα τα πράγματα γύρω μου. Γύρισα το βλέμμα μου παντού σ' όλο το σπίτι. Κάποιες φορές έλεγα:
_ Ας ξυπνήσω από αυτό το μαύρο εφιάλτη.
Η μητέρα δε μιλούσε σχεδόν καθόλου. Το μόνο που μου 'πε ήταν:
_ Είσαι σίγουρη ότι πήρες όλα όσα χρειάζεσαι Έλις;
_ Ναι, μαμά.
_ Καλά, χρυσή μου.
…Η ώρα ήρθε. Ο πατέρας με την αδερφή μου έφυγαν πρώτοι. Η αδερφή μου τραγουδούσε κατεβαίνοντας τις σκάλες, ενώ ο πατέρας αμίλητος, κρατώντας τις βαλίτσες, περπατούσε. Η μητέρα μου έλεγξε ακόμη μια φορά τις πόρτες, τα παράθυρα… Εγώ κρατώντας μια τσαντούλα έκλεισα την πόρτα του δωματίου μου και ένοιωσα άδεια μέσα μου. Ένοιωσα σαν ένα παιδί που του κλέψανε το αγαπημένο του παιχνίδι. Ένοιωσα άδεια…
Η μητέρα με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου χαμογελάει.
_ Έτοιμη;
_ Ναι.
Αυτή η φωνή μου βγήκε ραγισμένη. Ήθελα να πω όχι. Δεν ήθελα ν' αφήσω το δωμάτιό μου. Δεν ήθελα. Και όμως, το πιο περίεργο, που μου συνέβηκε αφού απομακρύνθηκα από το σπίτι ήταν ότι προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως εκεί που θα πήγαινα θα ήταν καλύτερα. Ναι, έλεγα στον εαυτό μου. Θα πάμε στην Ελλάδα και θα είμαστε πιο ευτυχισμένοι εκεί. Έλεγα διάφορα, αλλά ξαφνικά μια άλλη φωνή μου απαντούσε μέσα μου:
_ Θα πάμε εκεί και ούτε θα ζήσουμε καλύτερα.
Μια έβλεπα στην Ελλάδα τον παράδεισο και μια έβλεπα ένα σκοτεινό μέρος, όλο χειμώνες. Τι να πίστευα; Τελικά πώς θα ήταν εκεί;
Ελίσα

...Δε μου είπε τίποτα, πήρε κι αυτή την καρέκλα κι έκατσε μαζί μου. Μετά από μισή ώρα η Ελίνα με ρωτάει:_ Θέλεις να φύγουμε; Εγώ σωπαίνω. Με ρώτησε δεύτερη φορά. Εγώ της απάντησα τότε: _ Έτσι κι έτσι.
…Η μαμά μου πήγε να κοιμηθεί, εγώ δεν μπορούσα πια, στα μάτια μου ανάβλυζαν δάκρυα, δεν μπορούσα να σταματήσω. Βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταζα γύρο μου, περίπου μια ώρα. Δε χόρταινα πήρα την καρέκλα να κάτσω, έκατσα και τα ξαναέβλεπα όλα. Καθώς έβλεπα ήρθε η αδερφή μου, τη βλέπω κι αυτή να κλαίει. Δε μου είπε τίποτα, πήρε κι αυτή την καρέκλα κι έκατσε μαζί μου. Μετά από μισή ώρα η Ελίνα με ρωτάει¨_ Θέλεις να φύγουμε; Εγώ σωπαίνω. Με ρώτησε δεύτερη φορά. Εγώ της απάντησα τότε: _ Έτσι κι έτσι.
Γιάννα

Δεν ξέρω τι με έχει πιάσει όλους αυτούς τους μήνες, εκεί που βλέπω τηλεόραση γεμίζουν τα μάτια μου με δάκρυα.
… Μου φαινόταν πως όλα τα έπιπλα μου μιλούσαν και μου έλεγαν να μη φύγω, αλλά να μείνω εκεί κοντά τους, να μην τα αφήσω μόνα τους. Μετά συνήλθα και είπα: Αλέκα, προχώρησε εκεί που θα πας και όλα θα είναι καλύτερα. Κατέβηκα τις σκάλες κλαίγοντας που Δε θα τις κατεβώ πια, που αυτή ήταν η τελευταία φορά που τις κατέβαινα. Όταν έφτασα στην είσοδο γύρισα πίσω και είπα : "Γεια σου αγαπημένο μου σπιτάκι". Όλοι είχαν μπει στο ταξί, μόνο εμένα περίμεναν. Όταν έφτασα κοντά στο ταξί έτρεμα ολόκληρη. Επιτέλους μπήκα στο ταξί με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, γεμάτα δάκρυα λύπης. Ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι προς τον παράδεισο. Σ' αυτόν τον παράδεισο που όλοι νομίζαμε πως θα μας έκανε ευτυχισμένους…
_ Δεν ξέρω τι με έχει πιάσει όλους αυτούς τους μήνες, εκεί που βλέπω τηλεόραση γεμίζουν τα μάτια μου με δάκρυα. Με έχει πιάσει μια νοσταλγία για όλα αυτά που άφησα πίσω, για όλα αυτά που έχουν κολλήσει στο μυαλό μου και δεν μπορούν να βγουν.
Δεν πειράζει, τώρα είμαι σε μια όμορφη χώρα που μου θυμίζει κάποιες φορές την αγαπημένη μου πατρίδα.
Αλεξάνδρα

…Μας αποχαιρέτησαν και έτσι, με αγωνία για το τι μας περίμενε στην Ελλάδα, κάθησα στη θέση μου και το λεωφορείο ξεκίνησε.
…Στο σπίτι ήταν μόνο η γιαγιά μου, που στέκονταν στην κουζίνα και μαγείρευε. Μας έδωσε να φάμε και μετά το γεύμα τη ρώτησα αν ήξερε πού πήγε η μαμά μου. Εκείνη όμως απάντησε πως δεν ήξερε.
…Εγώ ξαφνιασμένος βγήκα στην αυλή του σπιτιού μας και άρχισα να κοιτάω ολόγυρά μου. Κοιτώντας όλα αυτά, μόνο εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πόσο αγαπούσα όλα αυτά. Να το δέντρο που σκαρφάλωνα πάνω του, όταν ήμουν τεσσάρων χρονών, κάθε μέρα και κοιτούσα τον κόσμο που περνούσε κοντά στην αυλή μας. Θυμήθηκα τις κρυψώνες που πήγαινα με τον αδελφό μου. Άραγε θα σας ξαναδώ; αναρωτήθηκα ήσυχα.
Το άλλο πρωί, όταν σηκώθηκα, είχαν έρθει οι συγγενείς μας. Μας συνόδεψαν μέχρι τη στάση του λεοφωρίου στο οποίο μας βοήθησαν να μπούμε. Μας αποχαιρέτησαν και έτσι, με αγωνία για το τι μας περίμενε στην Ελλάδα, κάθησα στη θέση μου και το λεωφορείο ξεκίνησε.
Αλέξανδρος

… Να παίρναμε και το σπίτι μας που μέναμε μαζί μας, να παίρναμε όλη την πατρίδα μαζί μας. Όταν ήρθαμε την πρώτη μέρα στην Ελλάδα ήμασταν σαν ξένοι.
…Όταν καθόμουνα στο κρεβάτι και μάζευα τα πράγματά μου δεν ήθελα να κλάψω, αλλά τα δάκρυα ανάβλυζαν μόνα τους. Περάσαμε τόσο ωραία στο σπίτι μας που μεγαλώσαμε και στην πατρίδα.
… Τώρα είναι εκεί ο μπαμπάς μου, θέλει να πουλήσει το σπίτι μας. Εγώ δεν μπορώ να φανταστώ πως δε θα ξαναπάμε εκεί. Η μαμά μου είπε ότι φέτος θα πάμε, μου το ορκίστηκε, και τώρα εγώ περιμένω πότε θα ΄ρθει το καλοκαίρι για να πάμε εκεί. Όταν ξεκινούσαμε εγώ ένιωθα σαν να μου ξερίζωναν την καρδιά. Κοίταζα αχόρταγα γύρο μου, δεν ήθελα να αφήσω την πατρίδα μου, αισθανόμουν ότι με παίρνουν από την πατρίδα μου και με πηγαίνουν κάπου μακριά όπου θα νιώθω σαν ξένη.
… Τώρα έχω και εδώ φίλους, μα όταν θυμάμαι την πατρίδα μου δεν μπορώ να κρατηθώ από τα κλάματα. Άμα ήταν όλα έτσι όπως στη Ρωσία, είχαμε εδώ τους συγγενείς μας… Αλλά δε βαριέσαι, τώρα όλα πέρασαν και είμαστε στην Ελλάδα. Πότε θα έρθει η στιγμή που θα είμαστε πάντα όλοι απ' την αρχή ξανά μαζί. Να παίρναμε και το σπίτι μας που μέναμε μαζί μας, να παίρναμε όλη την πατρίδα μαζί μας. Όταν ήρθαμε την πρώτη μέρα στην Ελλάδα ήμασταν σαν ξένοι.
Όλγα

  ...Έστρωσα το κρεβάτι μου, με τα σεντόνια τα άσπρα. Ήταν η τελευταία φορά που έκανα δουλειές στο σπίτι.
Γιατί να φεύγαμε και να αφήναμε την πατρίδα μας και τον πατέρα που ήταν τόσο δύσκολο για να 'ρθει στην Ελλάδα; Αν ήταν καλά στην Αλβανία δε θα είχαμε φύγει από την πατρίδα μας, όπου εγκαταλείψαμε τους φίλους, το ωραίο μικρό σπιτάκι μας, τον μπαμπά μου, που κάθε φορά όταν τον θυμάμαι κλαίω. Ελπίζω ότι σε λίγο καιρό θα 'ρθει κι ο μπαμπάς, να μαζευτούμε πάλι σαν οικογένεια, να 'μαστε μαζί. Μου λείπει πολύ ο μπαμπάς, όλοι μου λείπουν, οι συγγενείς, οι φίλες μου, που παίζαμε πολύ μαζί, μόλις ερχόμασταν απ' το σχολείο αφήναμε τις τσάντες κι αμέσως έξω στην αυλή, για να παίξουμε διάφορα παιχνίδια.
       Όμως εκείνη την ημέρα στενοχωρήθηκα πολύ που θα έφευγα. Άρχισα να κάνω τις δουλειές μέσα στο σπίτι στενοχωρημένη με λύπη, έτρεμαν τα χέρια μου, έτρεμαν τα χέρια μου, έκλαιγα, μαζί και ο μπαμπάς. Έστρωσα το κρεβάτι μου, με τα σεντόνια τα άσπρα. Ήταν η τελευταία φορά που έκανα δουλειές στο σπίτι. Κοντεύει η ώρα, έρχονται όλες οι φίλες μου για να με αποχαιρετήσουν και οι γείτονες. Έκλαιγα μαζί τους με λύπη, φίλησα τον μπαμπά, τη γιαγιά, τον παππού, μαζεύτηκαν όλοι και με αποχαιρέτησαν. Μπήκα στο αμάξι, έβαλε ο οδηγός τις βαλίτσες μας όπου είχαμε πάρει μόνο ρούχα και λίγο ψωμί για το δρόμο. Αποχαιρέτησα από το τζάμι του αμαξιού όλους, τα δάκρυα δε σταματάγανε. Ξεκινήσαμε και φτάσαμε στα σύνορα, όπου είχαμε λίγες δυσκολίες απ' την αρχή κι έτσι στις πέντε η ώρα τα ξημερώματα φτάσαμε στα σύνορα στη μαμά μου που ήταν σε ένα χωριό.
Μαρία

… Πέρασαν δυο χρόνια και μας ήρθε μια είδηση, πέθανε η γιαγιά μου. Και λέω στον εαυτό μου, μόλις συνήθισα στην Ελλάδα πάλι ήρθε κακό για να μην αγαπώ την Ελλάδα. Η γιαγιά στενοχωρήθηκε πάρα πολύ που μας έχασε, αλλά βγήκε ανάποδα, εμείς τη χάσαμε για πάντα. Πάει ο τρίτος χρόνος και η γιαγιά μου ξεχνιέται σιγά σιγά, και εγώ, όσο πάει, συνηθίζω στην Ελλάδα. Λέω: Καλά που δεν έμεινα χωρίς καθόλου πατρίδα.
        Ήταν τέλος Απριλίου του 1992, εμείς με τους γονείς μας ετοιμαζόμασταν για να πάμε σε μια ξένη χώρα που ονομάζεται Ελλάδα. Μου έλεγε η μαμά: Πάνε να κοιμηθείς, παιδί μου, αύριο πρέπει να φύγουμε. Εγώ δεν άντεχα αυτά τα λόγια, τα δάκρυά μου ανάβλυζαν, εγώ κατέβασα το κεφάλι μου και έφυγα. Πήγα ξάπλωσα και σκεφτόμουν, τι θα κάνω, Δε θα αντέξω εκεί, πώς να πάω αφού όλοι οι φίλοι μου είναι εδώ, εδώ γεννήθηκα, πώς να αφήσω την πατρίδα μου, ως το πρωί σκεφτόμουνα. Η ώρα περνούσε τόσο γρήγορα. Η γιαγιά μου και οι φίλοι μου δεν ήθελαν να με χάσουν. Εγώ τους έλεγα: _ Μην κλαίτε, δεν πεθαίνω, θα σας ξαναδώ, αλλά δεν ήξερα ότι ήταν η τελευταία φορά που μιλούσα με τη γιαγιά μου, η καημένη πέθανε, η αγαπημένη μου η γιαγιάκα. Όταν πλησίαζε η ώρα εγώ κοίταξα πολύ προσεκτικά γύρο μου και είπα στον εαυτό μου, τι μέρα είναι αυτή που δεν την περίμενα καθόλου, δεν πίστευα ότι φεύγουμε. Τους αποχαιρέτησα όλους δακρυσμένη και κάθησα στο αυτοκίνητο.
        Όταν κάθησα δεν έκλαιγα πολύ, αλλά όταν το αυτοκίνητο ξεκίνησε σιγά σιγά τα δάκρυά μου έτρεχαν ποτάμι. Ξεκινήσαμε λοιπόν για να φύγουμε. Στο δρόμο έλεγα στον εαυτό μου: Σταμάτα, μη στενοχωριέσαι τόσο, θα βρεις και στην Ελλάδα φίλους. Τόσοι και τόσοι πήγαν εκεί, πέθαναν, τι! Όχι βέβαια, δε θα συμβεί τίποτα ούτε και σε σένα. Τρεις μέρες ταξιδεύαμε. Όταν περνούσαμε τα σύνορα εγώ έλεγα: Δεν είμαι πια Ρωσίδα, θα είμαι Ελληνίδα, μια κυρία θα γίνω, αλλά στην καρδιά μου ήταν μόνο η Γεωργία.
        Ήρθαμε στην Ελλάδα. Τις πρώτες μέρες εγώ περπατούσα στην Ελλάδα σαν σε όνειρο. Γιατί δεν πίστευα ότι είμαι Ρωσίδα. Πέρασαν δυο χρόνια και μας ήρθε μια είδηση, πέθανε η γιαγιά μου. Και λέω στον εαυτό μου, μόλις συνήθισα στην Ελλάδα πάλι ήρθε κακό για να μην αγαπώ την Ελλάδα. Η γιαγιά στενοχωρήθηκε πάρα πολύ που μας έχασε, αλλά βγήκε ανάποδα, εμείς τη χάσαμε για πάντα. Πάει ο τρίτος χρόνος και η γιαγιά μου ξεχνιέται σιγά σιγά, και εγώ, όσο πάει, συνηθίζω στην Ελλάδα. Λέω: Καλά που δεν έμεινα χωρίς καθόλου πατρίδα. Βρήκα μια άλλη πατρίδα, πρέπει να τα δω όλα στη ζωή μου, δεν έπρεπε να μείνω μόνο στη Γεωργία.
      Στην Ελλάδα μένουμε τώρα σ' ένα σπίτι πολύ ωραίο, αγοράσαμε έπιπλα, ψυγείο, όλα όσα χρειαζόμαστε και αποφασίσαμε να μείνουμε για πάντα εδώ. Τώρα δεν είμαι πια Ρωσίδα, είμαι Ελληνίδα. Και εδώ τώρα είμαι πολύ ευτυχισμένη με τους φίλους μου. Μου αρέσει και το σχολείο, αν και δυσκολεύομαι λιγάκι. Δεν μου αρέσουν μόνο οι αποβολές, αλλά οι καθηγητές είναι πολύ καλοί. Και τώρα λέω πρέπει να πάμε κάποτε μια βόλτα στη Γεωργία. Περιμένω αυτή τη μέρα με ανυπομονησία. Αχ, λέω, θα ξαναπάω εκεί, αχ, τι καλά!
Ελένη

…Θέλω να πω πως αν ο άνθρωπος δε ζήσει αυτό που περάσαμε εμείς, δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που νιώθουμε.Η τελευταία μέρα που έφυγα από την πατρίδα μου ήταν ένας εφιάλτης για μένα. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι θα έφευγα από το σπίτι μου, από την πατρίδα μου. Κάθε ώρα, κάθε λεπτό και κάθε δευτερόλεπτο για μένα ήταν ό,τι πιο ακριβό είχα εκείνη τη μέρα. Η ώρα περνούσε τόσο γρήγορα που δεν το καταλάβαινα. Ήμουν πολύ νευρικιά. Ό,τι κι αν μου έλεγαν εγώ φώναζα. Ήμουν σε άθλια κατάσταση, νομίζω πως από την οικογένειά μου εγώ σκεφτόμουν πιο πολύ απ' όλους την πατρίδα μου. Σκεφτόμουν πώς θα ζήσω χωρίς το σπίτι μου, χωρίς τη μητρική μου γλώσσα, και κυρίως χωρίς το σχολείο μου και τους φίλους μου. Πώς θα είναι εκεί που θα πάω, πώς θα καταλαβαίνω και θα μιλάω μια γλώσσα που δεν ξέρω καθόλου. Πώς θα είναι τα παιδιά εκεί, και διάφορα τέτοια. Ένιωθα σαν χαμένη, το ίδιο και η αδερφή μου. Καταριόμουν τους ανθρώπους που έκαναν τον πόλεμο. Αν δεν ήταν ο πόλεμος, Δε θα έφευγα από κει. Τους έβριζα με τις χειρότερες λέξεις. Ευτυχώς που το ξεπέρασα τώρα.
         Αποφάσισα να περπατήσω εκείνη τη μέρα στους δρόμους της πόλης μου. Φοβόμουν να περπατάω, αλλά κάποια φωνή μέσα μου έλεγε: Θεέ μου, κάνε τώρα κάποιος στρατιώτης να περάσει από δω και να με σκοτώσει για να πεθάνω στην πατρίδα μου, να με θάψουν εδώ και να μην πάω πουθενά. Αλλά ήταν πολύ χαζό αυτό που σκεφτόμουν και το παραδεχόμουν και τότε.Όταν ήρθα στο σπίτι η μητέρα μου μάζευε τα ρούχα μας. Δεν μπορούσα να τη βοηθήσω, γιατί έτρεμαν τα χέρια μου. Η σκέψη ότι δε θα έβλεπα κανένα αγαπημένο μου πρόσωπο με σκότωνε. 'Ημουν το πιο δυστυχισμένο κορίτσι στον κόσμο. Έτσι ένιωθα. Ότι με ξέχασε ο Θεός. Σκεφτόμουν ότι το Σεπτέμβριο οι συμμαθητές μου θα ήταν στην έκτη τάξη και εγώ θα πήγαινα στο σχολείο κάπου μακριά. Τα δάκρυά μου δεν έλεγαν να σταματήσουν, έτρεχαν σαν ποτάμι. Δεν ήθελα να με δει η μητέρα μου να κλαίω, επειδή δεν ήθελα να τη στενοχωρήσω. Δυστυχώς ήρθε η στιγμή να φύγουμε.

  Πριν φύγουμε πέρασα δυο-τρεις ώρες με τη πιο στενή μου φίλη. Της έδωσα πολλές φωτογραφίες μου και αυτή δικές της. Ανταλλάξαμε δώρα για να θυμόμαστε για πάντα η μία την άλλη. Της έδωσα όλα όσα είχα, τις κούκλες μου, τα ζωγραφισμένα χαρτάκια, όλα. Με αγκάλιασε σφιχτά και μου είπε πως δε θα με ξεχάσει ποτέ και πως μόνο τώρα θα καταλάβουμε πόσο δεμένες είμαστε, επειδή θα είμαστε πολύ μακριά η μία από την άλλη. Ήμασταν πολύ δυστυχισμένες. Μετά κατεβήκαμε από το σπίτι της στο δικό μου γιατί έμενε μισή ώρα για το λεωφορείο. Ξαφνικά ήρθε το φορτηγό που θα μας πήγαινε μέχρι το σταθμό λεωφορείων. Αποχαιρέτησα όλους τους γείτονες, τους φίλους μου, κλαίγαμε κι εμείς, κλαίγανε κι αυτοί, που μείνανε πίσω. Μου ήταν δύσκολο να πιστέψω πως μπορεί να μη τους δω ποτέ μου. Εμείς φεύγαμε στην Ελλάδα οι άλλοι μπορεί να έφευγαν για αλλού. Γι' αυτό μπορεί να μη τους ξανάβλεπα. Καθήσαμε στο φορτηγό, εγώ, η αδερφή μου και η μητέρα μου. Μαζί μας κάθησε και η στενή μου φίλη να με ξεπροβοδίσει. Όταν φτάσαμε στο σταθμό κατεβήκαμε από το φορτηγό και πήγαμε στο λεωφορείο μας.
      Το λεωφορείο ήταν γεμάτο ανθρώπους. Ήταν ένα σωρό κόσμος εκεί. Ένας αποχαιρετούσε τη μητέρα του, άλλος την αδερφή ή τον αδερφό του… Εμένα με αποχαιρετούσε η στενή μου φίλη, με αγκάλιασε πολύ σφιχτά και έκλαιγε. Το ίδιο κι εγώ. Όταν μπήκαμε στο λεωφορείο η φίλη μου με φώναξε, εγώ γύρισα και την είδα να κλαίει και να μου λέει κάτι, αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα. Όλος ο κόσμος ούρλιαζε και έκανε πολύ θόρυβο. Ξαφνικά το λεωφορείο ξεκίνησε, η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Ήταν σαν να τη χτυπούσαν δυνατά με μαχαίρι, αλλά εγώ ήμουν συγκρατημένη. Το λεωφορείο πήγαινε πολύ σιγά. Κάθησα στο παράθυρο και κουνούσα το χέρι μου για να αποχαιρετήσω τη φίλη μου. Εκείνη έτρεχε και έκλαιγε. Δεν μπορούσα άλλο, τα δάκρυά μου έτρεχαν ποτάμι, και επιτέλους το λεωφορείο μας άρχισε να τρέχει. Κοιτούσα γύρο μου για να χορτάσω αυτή την τελευταία στιγμή. Νομίζω πως αυτή τη στιγμή δε θα τη ξεχάσω ποτέ. Θέλω να πω πως αν ο άνθρωπος δε ζήσει αυτό που περάσαμε εμείς, δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που νιώθουμε.
Βερόνικα

http://users.forthnet.gr/the/garva/Index.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια :